Ταπητουργείο

Ραιδεστού και Βαϊνδηρίου

Η ταπητουργία υπήρξε μια από τις βασικές βιοτεχνικές ασχολίες των κατοίκων της Μικράς Ασίας αρχικά για τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, αλλά και για κάποιους χριστιανούς. Μετά το 1860 η αυξημένη ζήτηση χαλιών στις αγορές της Ευρώπης και της Αμερικής αλλά και οι μεταρρυθμίσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Τανζιμάτ), έκαναν όλο και περισσότερους χριστιανούς να στραφούν στην επικερδή, πλέον, αυτή δραστηριότητα. Δημιούργησαν εμπορικούς οίκους που εξήγαν τα χαλιά που ύφαιναν οι γυναίκες σε βιοτεχνίες ή και οικοτεχνίες, στα Κούλα, τα Μύλασα, την Περγαμο, τη Σπάρτη Πισιδίας. Τις γνώσεις τους στην ταπητουργία και την υφαντουργία οι πρόσφυγες τη μετέφεραν και στις νέες πατρίδες μετά το 1922. Η ανάπτυξη της ταπητουργίας στην Ελλάδα ήταν ένας τρόπος γρήγορης επαγγελματικής αποκατάστασης, ιδιαίτερα των γυναικών, και χαρακτηρίστηκε ως μικρό θαύμα, καθώς έδωσε ώθηση στο ελληνικό εξαγωγικό εμπόριο. Στο Βύρωνα κτίστηκε διώροφο ταπητουργείο από πρόσφυγες της Σπάρτης Πισιδίας. Ως αρχικός ιδρυτής αναφέρεται ο γνωστός Σπαρταλής ταπητουργός Καχραμάνογλου, στη συνέχεια όμως το ταπητουργείο
πέρασε στην οικογένεια Μωράλογλου. Εκεί βρήκαν εργασία πολλές προσφυγοπούλες. Μεταπολεμικά λειτούργησε κυρίως ως χώρος επισκευής και καθαρισμού χαλιών. Σήμερα ο χώρος του τελευταίου ορόφου ανήκει στο Δήμο Βύρωνα, γνωστό ως "Στέκι". 

Συμπληρωματική πληροφορία

Η Σπάρτη Πισιδίας υπήρξε μια από τις βασικές περιοχές όπου η ταπητουργία άνθισε χάρη στην εμπορική κυρίως διορατικότητα των κατοίκων. Οι πρώτοι αργαλειοί στήθηκαν στη δεκαετία του 1880 από την Κατίνα Στύλογλου, τον αδελφό της Ιορδάνη Στύλογλου και τον σύζυγό της Πρόδρομο Γρηγοριάδη. Η δραστηριότητά τους υποστηρίχθηκε για ένα διάστημα και από την Oriental Carpets Manufacturers, ενώ οι εξαγωγές γίνονταν κυρίως μέσω της Σμύρνης, όπου οι Σπαρταλήδες ταπητουργοί, όπως οι Στύλογλου, οι Καχραμάνογλου, οι Κεχαγιόγλου, οι Παπάζογλου, ο Σουτζόγλου, ο Πεσματζόγλου και άλλοι, είχαν ιδρύσει εμπορικούς οίκους.
Η πλατεία που εφάπτεται σχεδόν του Ταπητουργείου και περικλείεται από τις οδούς Κύπρου, Χειμάρρας και Ραιδεστού, έχει ονομαστεί Πλατεία Εθνικής Αντίστασης, αλλά παλαιότερα ονομαζόταν πλατεία Ταπητουργείου. Σήμερα η πλατεία διαμορφώνεται και σαν χώρος υπαίθριων εκδηλώσεων, λόγω των αμφιθεατρικών αναβαθμίδων που καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της, ενώ στο ψηλότερο σημείο της δεσπόζει το μνημείο της Εθνικής Αντίστασης, που στήθηκε σε ανάμνηση της αντιστασιακής δράσης των κατοίκων του Βύρωνα κατά τη Γερμανική Κατοχή, και κυρίως της θυσίας των αγωνιστών κατά το Μπλόκο του Βύρωνα τον Αύγουστο του 1944.