Νηπιοκομείο «Μόργκενταου»

(6ος βρεφονηπιακός σταθμός Βύρωνα)

Βορ. Ηπείρου, Αδ. Κοραή και Χρυσ. Σμύρνης

Ο Χένρυ Μόργκενταου υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές της διαδικασίας στέγασης και ένταξης των μικρασιατών προσφύγων στην ελληνική κοινωνία. Ήταν επικεφαλής της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων, η οποία ιδρύθηκε το 1923 και συνεργάστηκε στενά με τις κρατικές αρχές προκειμένου να οικοδομηθούν προσφυγικοί οικισμοί. Στις 16 Απριλίου 1924, η εφημερίδα «Εμπρός» δημοσίευσε λόγο του Μόργκενταου, ο οποίος εξήρε το ρόλο του λόρδου Βύρωνα στον Αγώνα της Παλιγγενεσίας και αφιέρωσε σε αυτόν τόσο τον ίδιο το "συνοικισμό Βύρωνος", όσο και το νηπιοκομείο, ο θεμέλιος λίθος του οποίου τέθηκε την ίδια ημέρα.

Το νηπιοκομείο φιλοξένησε πλήθος μικρών παιδιών των προσφύγων κατοίκων του Βύρωνα. Την εποχή εκείνη οι παιδικοί σταθμοί ήταν άγνωστοι στην Ελλάδα. Τα παιδιά τα φρόντιζαν στο σπίτι οι μητέρες μέχρι την έναρξη του δημοτικού σχολείου. Όμως στους προσφυγικούς συνοικισμούς οι γυναίκες έπρεπε να δουλέψουν, αφού συχνά οι άνδρες ήταν νεκροί ή αγνοούμενοι. Το νηπιοκομείο του Μόργκενταου, λοιπόν, κάλυψε μια βασική ανάγκη και βέβαια δέχτηκε τα πυρά της αστικής τάξης της Αθήνας και των εφημερίδων της, που κατηγορούσαν τις μητέρες των παιδιών ως «άστοργες».

Το «Μόργκενταου», όπως έμεινε στη γλώσσα των Βυρωνιωτών, συνδέθηκε όμως και με μια μεγάλη και τραγική συνάμα στιγμή του Βύρωνα: στο φράχτη του εκτελέστηκαν δώδεκα νέοι που συνελήφθησαν κατά το μπλόκο του Βύρωνα στις 7 Αυγουστου 1944. Στα σίδερα της περίφραξης σώζεται ίχνος από σφαίρα που στόχευσε τον ΕΠΟΝίτη Παναγιώτη Κασιμάτη, ο οποίος προσπάθησε να διαφύγει.

Σήμερα το κτίριο ανήκει στο Φιλανθρωπικό Ίδρυμα Προστασίας Μητρικών Έργων Σταμ. και Ελένης Βαφειαδάκη και έχει παραχωρηθεί στο Δήμο Βύρωνα για τη στέγαση του 5ου Βρεφικού και 6ου Παιδικού Σταθμού. 

Συμπληρωματική πληροφορία

Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, 21/8/1924 "Την 10 π.μ. χθες ετελέσθησαν εις τον συνοικισμόν Βύρωνος τα εγκαίνια του παιδικού σταθμού του ανεγερθέντος δαπάναις της κ. Μόργκενταου. Παρέστησαν ο αντιβασιλεύς Ρας Τάφφαρι μετά της ακολουθίας του, η κα Κουντουριώτη εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο υπουργός Προνοίας κ. Ορφανίδης εκ μέρους της κυβερνήσεως, ο κ. Μόργκενταου μετά του Συμβουλίου της Επιτροπής Αποκαταστάσεως, ο κ. Μπουζόν, οι Δήμαρχοι των δύο πόλεων και άλλοι. Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος απέπεμψεν ευλογίαν, μετά την οποίαν ο κ. Μόργκενταου προσεφώνησε καταλλήλως τον Ρας Τάφφαρι."
Ο Χένρυ Μόργκενταου ήταν γερμανοεβραίος επιχειρηματίας και δικηγόρος, ο οποίος ασχολήθηκε με τη διπλωματία και ιδιαίτερα με το προσφυγικό ζήτημα που προκλήθηκε από την εκδίωση των χριστιανικών πληθυσμών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1922. Γεννήθηκε το 1856 στο Μάνχαϊμ της Γερμανίας, αλλά παιδί ακόμη μετανάστευσε στην Αμερική. Σπούδασε νομικά και το 1913 ο Πρόεδρος Ουίλσον τον διόρισε πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Από τη θέση αυτή χειρίστηκε αρκετά ζητήματα σχετικά με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Αντάντ. Το 1923 διορίστηκε επικεφαλής της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων. Τις εμπειρίες του κατέγραψε σε δύο βιβλία, το «Στις όχθες του Βοσπόρου» και «Η αποστολή μου στην Ελλάδα».
Το Νοέμβριο του 1922 ιδρύθηκε το Ταμείο Περιθάλψεως προσφύγων, το οποίο μεριμνούσε για την άμεση στέγαση των προσφύγων ακόμη και σε σκηνές. Σταδιακά, το Ταμείο άρχισε την ανέγερση οικιών και καταστημάτων, έργο το οποίο ανέλαβε στη συνέχεια η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, η οποία ιδρύθηκε το Σεπτέμβριο του 1923, μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης, που επισφράγιζε τη μη επάνοδο των προσφύγων στις εστίες τους. H EAΠ συνέχισε τη δημιουργία υποδομών τόσο στις αστικές όσο και στις αγροτικές περιοχές. Η Επιτροπή καταργήθηκε το 1930 και το έργο της συνεχίστηκε από το Υπουργείο Προνοίας στις αστικές περιοχές και την και την Αγροτική Τράπεζα στις αγροτικές περιοχές.